ἐκπρεπῶς
From LSJ
καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers
French (Bailly abrégé)
adv.
remarquablement, supérieurement;
Sp. ἐκπρεπέστατα.
Étymologie: ἐκπρεπής.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπρεπῶς:
1 великолепно, превосходно, отлично (κεκοσμημένη πόλις Polyb.);
2 чрезвычайно (ἀγαπώμενος καὶ τιμώμενος ὑπό τινος Plut.);
3 со всей решительностью (ἐπιστρατεύειν Thuc.).