παναπευθής
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
ές, utterly inscrutable, ἀταρπός Parm.4.6.
Greek Monolingual
παναπευθής, -ές (Α)
εντελώς ανεξιχνίαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἀπευθής «ανήκουστος, ανεξιχνίαστος»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παναπευθής -ές [πᾶς, ἀπευθής] geheel onkenbaar.