συνεθιστέον

From LSJ
Revision as of 11:17, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ")

ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεθιστέον Medium diacritics: συνεθιστέον Low diacritics: συνεθιστέον Capitals: ΣΥΝΕΘΙΣΤΕΟΝ
Transliteration A: synethistéon Transliteration B: synethisteon Transliteration C: synethisteon Beta Code: suneqiste/on

English (LSJ)

A one must accustom oneself, c. inf., Pl.R.520c. II one must accustom, πρὸς ταῦτα σ. αὑτούς, followed by infs., Plu.2.522d.

Greek (Liddell-Scott)

συνεθιστέον: ῥηματ. ἐπίθετ., πρέπει τις νὰ συνηθίσῃ ἑαυτόν, Πλάτ. Πολ. 520C. II. πρέπει τις νὰ συνηθίσῃ, τινὰ πρός τι Πλούτ. 2. 522D· τινὰ ποιεῖν τι αὐτόθι 11C.

Greek Monotonic

συνεθιστέον: ρημ. επίθ. του συνεθίζω, αυτό που πρέπει κάποιος να συνηθίσει, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνεθιστέον [συνεθίζω] adj. verb. n. ( sc. ἐστίν ) men moet zich eraan wennen, met inf. om te.