διαδαίομαι
From LSJ
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored
French (Bailly abrégé)
ao. 3ᵉ pl. διεδάσαντο;
partager entre soi : τι qch ; ἐς φυλάς HDT partager entre les tribus.
Étymologie: διά, δαίομαι.
Russian (Dvoretsky)
διαδαίομαι: делить между собой, разделять (κειμήλια παῦρα Hom. - in tmesi; γαῖαν τρίχα Pind. - in tmesi; τὴν ληΐην Her.).
German (Pape)
medium (s. δαίομαι), verteilen; in tmesi Il. 9.333 διὰ παῦρα δασάσκετο, πολλὰ δ' ἔχεσκεν; Pind. O. 7.75 διὰ γαῖαν τρίχα δασσάμενοι πατρωΐαν; διεδάσαντο τὴν ληΐην Her. 8.121; ἐς φυλάς 4.145; δεύματα κρεῶν Pind. Ol. 1.51. – Vgl. διαδατέομαι.