βακχευτικός
From LSJ
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
English (LSJ)
ή, όν, disposed to Bacchic revels, Arist. Pol. 1342b26.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
predispuesto al delirio, báquico βακχευτικὸν μέθη ποιεῖ Arist.Pol.1342b26.
German (Pape)
[Seite 427] bacchantisch, Arist. pol. 8, 7, 14.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
enclin aux fureurs bachiques.
Étymologie: βακχεύω.
Greek Monolingual
βακχευτικός, -ή, -όν (Α) βακχεύω
όποιος επιδίδεται σε διονυσιακά όργια.
Russian (Dvoretsky)
βακχευτικός: Arst. = βακχεύσιμος.