δυσμετάβλητος
Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund
English (LSJ)
ον, hard to alter, Hp.Alim.51, Plu.2.952c.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de pers. que se adapta a los cambios con dificultad de los viejos, Plu.2.625a.
2 de cosas que es difícil de alterar o transformar de los músculos ejercitados, Hp.Alim.51, ἡ γὰρ ἀτενὴς καὶ σκληρὰ δ. de la tierra, Plu.2.640e, λίθοι Plu.2.701c, cf. 952c, 1025c, νόσος ψυχῆς δ. τῷ νόμῳ Max.Tyr.7.3
•de alimentos que cuesta digerir, que se digiere con lentitud Alex.Trall.2.253.1, 6, 281.17.
II adv. -ως con dificultad para ser modificado ἀκριβῶς ... καὶ δ. Olymp.in Cat.120.8.
German (Pape)
[Seite 684] schwer zu verändern, Hippocr.; Plut. de prim. frig. 16; schwer zu verdauen, Medic.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à changer.
Étymologie: δυσ-, μεταβάλλω.
Russian (Dvoretsky)
δυσμετάβλητος: с трудом изменяющийся, несклонный меняться (δυσκίνητος καὶ δ. Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσμετάβλητος: -ον, δυσκόλως μεταβαλλόμενος, Ἱππ. 384. 14, Πλούτ. 2. 952Β· οὕτω δυσμετάβολος, ον, Δαμοκρ. παρὰ Γαλην. 13. 1003 Kühn. ― Ἐπίρρ. -λως, αὐτόθι 1004· δυσμεταβλησία, ἡ, Σωρ. Ἐφ. (Erm. σ. 140. 142).
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσμετάβλητος, -ον)
αυτός που δύσκολα μεταβάλλεται.