ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion
ος, ον :tout à fait grand.Étymologie: Sp. de παμμέγας.
-η, -οπάρα πολύ μεγάλος, υπερμεγέθης, πελώριος.
superl. zu πάμμεγας.