ἐρυθροδάκτυλος

From LSJ
Revision as of 16:40, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br")

ἡ δὲ φύσις φεύγει τὸ ἄπειρον· τὸ μὲν γὰρ ἄπειρον ἀτελές, ἡ δὲ φύσις ἀεὶ ζητεῖ τέλοςnature, however, avoids what is infinite, because the infinite lacks completion and finality, whereas this is what Nature always seeks

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρυθροδάκτῠλος Medium diacritics: ἐρυθροδάκτυλος Low diacritics: ερυθροδάκτυλος Capitals: ΕΡΥΘΡΟΔΑΚΤΥΛΟΣ
Transliteration A: erythrodáktylos Transliteration B: erythrodaktylos Transliteration C: erythrodaktylos Beta Code: e)ruqroda/ktulos

English (LSJ)

ον, red-fingered, criticized as unpoet., Arist.Rh.1405b21.

German (Pape)

[Seite 1036] mit rothen Fingern, Arist. rhet. 3, 2, als unpoetischer Ausdruck für ῥοδοδάκτυλος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
]aux doigts rouges.
Étymologie: ἐρυθρός, δάκτυλος.

Russian (Dvoretsky)

ἐρυθροδάκτῠλος: красноперстый (ἐ. φαυλότερον λέγεται ἢ ῥοδοδάκτυλος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐρυθροδάκτυλος: ἔχων ἐρυθροὺς δακτύλους˙ κατακρίνεται ὡς οὐχὶ ποιητικόν, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 13.

Greek Monolingual

ἐρυθροδάκτυλος, -ον (Α)
αυτός που έχει ερυθρούς δακτύλους, ροδοδάκτυλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + δάκτυλος.