δυσκαταμαθήτως
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
French (Bailly abrégé)
adv.
de manière à être difficilement compris.
Étymologie: δυσκαταμάθητος.
Russian (Dvoretsky)
δυσκαταμαθήτως: с трудом усваивая: δ. ἔχειν Isocr. плохо понимать.