κυκλοφορικῶς
From LSJ
διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice
French (Bailly abrégé)
adv.
d'un mouvement circulaire.
Étymologie: κυκλοφορέομαι.
Spanish
Russian (Dvoretsky)
κυκλοφορικῶς: кругообразно, по кругу (κινεῖσθαι Plut.).