ἀπροβούλως
From LSJ
τὸ γὰρ βραχύ τι τοῦτο πᾶσαν ὑμῶν ἔχει τὴν βεβαίωσιν καὶ πεῖραν τῆς γνώμης → this trifle contains the whole seal and trial of your resolution
French (Bailly abrégé)
adv.
sans préméditation, sans défiance.
Étymologie: ἀπρόβουλος.
Russian (Dvoretsky)
ἀπροβούλως: необдуманно, легкомысленно Aesch.