παντόφλα

From LSJ
Revision as of 17:10, 10 February 2023 by Spiros (talk | contribs)

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source

Greek Monolingual

και παντούφλα, η
πρόχειρο υπόδημα, μαλακό και άνετο, που φοριέται μέσα στο σπίτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pantofola < ελλ. παντό-φελλος (< παντο- + φελλός). Κατ' άλλη άποψη, η λ. προήλθε από τον τ. πατόφελλος»με πάτο από φελλό». Ο τ. παντούφλα < πιθ. από το γαλλ. pantoufle].

v