Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind
ἄγος, ἅγος, ἀπαλλοτρίωσις, βδέλυγμα, βδελυγμός, βδελυρία, κατάπτυσμα, μάκρυμμα, μίασμα, μόλυσμα, μολυσμός, μυσαρόν, μύσος, στύγημα, στύγος, τὸ μυσαρόν