persuasivo
From LSJ
Καλὸν τὸ νικᾶν ἀλλ' ὑπερνικᾶν κακόν → Vincere bonum est: ultra fas vincere lubricum → Schön ist zu siegen, übermäßig siegen schlecht
Spanish > Greek
ἀναπειστήριος, εὐπειθής, δυσωπητικός, κωτίλος, παραρρητός, πειθός, πειστήριος, πειστικός, πιθανός, προσαγωγός, προτρεπτικός, ὑπαγωγικός, ψυχαγωγικός