regocijarse
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
Spanish > Greek
γεραίρω, βριάζομαι, ἐνευφραίνομαι, ἐνήδομαι, ἀγαλλιάζω, βρυάζω, ἀμφιγηθέω, ἀγαλλύνομαι, δαμάω, ἀγαλλιάζομαι, ἐμφαιδρύνομαι, γλιάομαι, ἀγάλλω