ἐνευφραίνομαι
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
= εὐφραίνομαι ἐν... LXX Pr.8.31, Ph.1.232, al.
Spanish (DGE)
alegrarse, regocijarse, deleitarse ἐν υἱοῖς ἀνθρώπων LXX Pr.8.31, c. dat. θεωρίᾳ τοῦ κόσμου Ph.2.280, cf. 279, τῇ Χριστοῦ ... εἰρήνῃ Dion.Alex. en Eus.HE 7.22.5, ἐναγαλλιᾶσθαι καὶ ἐνευφραίνεσθαι τῷ Θεῷ Basil.M.31.928A, en compañía de alguien σοι Hld.10.18.3.
German (Pape)
[Seite 839] sich wobei freuen, fröhlich sein, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνευφραίνομαι: εὐφραίνομαι ἐν, Ἑβδ. (Παροιμ. Η΄, 31).
Greek Monolingual
ἐνευφραίνομαι (Α)
ευχαριστούμαι για κάτι.