διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water
ἠπιόδωρος, -ον (Α)αυτός που κατευνάζει, που ηρεμεί κάποιον με τα δώρα του.[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + -δωρος (< δώρον), πρβλ. άδωρος].