χριστιανομάχος
From LSJ
Ἱκανὸν τὸ νικᾶν ἐστι τοῖς ἐλευθέροις → Vicisse satis est inter liberos tibi → Den Freigesinnten reicht zu siegen durchaus hin
ο, Ν
εκκλ. πολέμιος του χριστιανισμού, αντίπαλος τών χριστιανών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χριστιανός + -μάχος (< μάχομαι), πρβλ. ἀνδρομάχος].