εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
ὁ, Ακωμ. προσωνυμία του πατέρα του Διονύσου.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < στάμνος + επίθημα -ίας (πρβλ. καπνίας)].