ολέτης
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
Greek Monolingual
ὀλέτης, ὁ, θηλ. ὀλέτις (Α)
ολετήρας, καταστροφέας, εξολοθρευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ολε- (βλ. όλλυμι, πρβλ. ὄλε-θρος, ὤλεσ-α) + κατάλ. -της (πρβλ. ερέτης)].