ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
ὀνήτωρ και δωρ. τ. ὀνάτωρ, ὁ (Α)
1. ωφέλιμος, χρήσιμος
2. είδος εμπλάστρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀνη- του ὀνίνημι + επίθημα -τωρ (πρβλ. γεννήτωρ)].
ονήτωρ: дор. ὀνάτωρ, ορος (ᾱ) adj. m приносящий пользу, благодетельный Pind.