ολβιόβιος
From LSJ
Greek Monolingual
ὀλβιόβιος (Α)
(ως προσωνυμία του Ηρακλέους)
1. αυτός που παρέχει ευτυχισμένη ζωή, όλβιο βίο
2. (κατ' άλλη ερμην.) αυτός που ζει ευτυχισμένη ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευδαίμων, ευτυχισμένος» + βίος (πρβλ. λιτόβιος)].