παραδοσιακός

From LSJ
Revision as of 14:59, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486

Greek Monolingual

-ή, -ό
σύμφωνος με τα πρότυπα που καθιερώθηκαν από την παράδοση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παράδοση + κατάλ. -ιακός (πρβλ. ζοχαδιακός)].