ξυλολάτρης
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
Greek Monolingual
ξυλολάτρης, ὁ (Μ)
(ως προσωνυμία που απέδιδαν οι εικονοκλάστες στους οπαδούς της λατρείας τών εικόνων) αυτός που λατρεύει τα ξύλα, δηλ. τις εικόνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + λάτρης (πρβλ. ειδωλολάτρης)].