συντοπίτης
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
ο, ΝΜ, θηλ. συντοπίτισσα Ν
συγχωριανός, συμπατριώτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύντοπος «αυτός που προέρχεται από τον ίδιο τόπο» + κατάλ. -ίτης (πρβλ. πολίτης)].