μελλολέων
From LSJ
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
μελλολέων, ὁ (Α)
αυτός που πρόκειται να γίνει λέων, δηλαδή να αφιερωθεί στη λατρεία του Μίθρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + λέων (πρβλ. χαμαιλέων)].