μελλολέων

From LSJ

Πρὸς εὖ λέγοντας οὐδὲν ἀντειπεῖν ἔχω → Loquenti bene, quod contradicam, habeo nihil → Wenn einer gut spricht, kenn' ich keinen Widerspruch

Menander, Monostichoi, 464

Greek Monolingual

μελλολέων, ὁ (Α)
αυτός που πρόκειται να γίνει λέων, δηλαδή να αφιερωθεί στη λατρεία του Μίθρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + λέων (πρβλ. χαμαιλέων)].