λυσσιατρείο

From LSJ
Revision as of 16:26, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127

Greek Monolingual

λυσσιατρείο, το
ειδικό θεραπευτήριο στο οποίο γίνεται προληπτική θεραπεία της λύσσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + ιατρείο (πρβλ. οφθαλμιατρείο). Η λ., στον λόγιο τ. λυσσιατρεῖον, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ].