λυσσιατρείο
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
Greek Monolingual
λυσσιατρείο, το
ειδικό θεραπευτήριο στο οποίο γίνεται προληπτική θεραπεία της λύσσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + ιατρείο (πρβλ. οφθαλμιατρείο). Η λ., στον λόγιο τ. λυσσιατρεῖον, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ].