ξενοπαθώ
From LSJ
Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news
Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news
ξενοπαθῶ, -έω (Α)
ενοχλούμαι από κάτι παράξενο και ασυνήθιστο («ὥσπερ οἱ πῶλοι τοὺς συνήθεις ἐπιβάτας ποθοῦν
τες, ἐὰν ἄλλον φέρωσι, πτύρονται και ξενοπαθοῦσι», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -παθῶ (< -παθής < πάθος), πρβλ. δεινοπαθώ].