νυκτολαμπίς

From LSJ
Revision as of 10:30, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285

Greek (Liddell-Scott)

νυκτολαμπίς: -ίδος, ἡ, (λάμπω) λύχνος νυκτερινός, ἢ πυγολαμπίς, Γλωσσ.

Greek Monolingual

νυκτολαμπίς, -ίδος ἡ (Α)
1. νυχτερινός λύχνος
2. πυγολαμπίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + -λαμπίς (< λάμπω), πρβλ. πυγολαμπίς].

German (Pape)

ίδος, ἡ, Nachtleuchte.