Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at
-έωδίνω ένορκη διαβεβαίωση, ιδίως ενώπιον δικαστηρίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < όρκος + -δοτώ (< -δότης < δίδωμι), πρβλ. χρησμοδοτώ].