μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years
-έςγεμάτος από οστά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -βριθής (< βρίθω «είμαι γεμάτος»), πρβλ. κοσμοβριθής].