κοσμοβριθής

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek Monolingual

-ές
γεμάτος κόσμο, γεμάτος ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)- + -βριθής (< βρίθω), πρβλ. ανθρωποβριθής, βιβλιοβριθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Έλληνα (Βλ. Γαβριηλίδη), στην εφημερίδα Ακρόπολις].