Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
-ές, Ααυτός που τέρπεται με τη χάρη.[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις + -τερπής (< τέρπω, -ομαι), πρβλ. θυμοτερπής].