χαριτερπής

From LSJ

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που τέρπεται με τη χάρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις + -τερπής (< τέρπω, -ομαι), πρβλ. θυμοτερπής].