Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at
εὐφιλής, -ές (Α)1. παθ. αυτός που αγαπιέται πολύ, φίλτατος, αγαπητός2. ενεργ. αυτός που αγαπά πολύ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -φιλής (< φιλείν), πρβλ. δημοφιλής, προσφιλής].