μεσῖτις
From LSJ
German (Pape)
[Seite 138] ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, τράπεζα φιλίας Luc. Amor. 27, u. a. Sp.
Greek Monolingual
μεσῑτις, -ιδος, ἡ (Α)
βλ. μεσίτης.
Russian (Dvoretsky)
μεσῖτις: ῐδος (ῑτ) ἡ посредница, примирительница Luc.
[Seite 138] ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, τράπεζα φιλίας Luc. Amor. 27, u. a. Sp.
μεσῑτις, -ιδος, ἡ (Α)
βλ. μεσίτης.
μεσῖτις: ῐδος (ῑτ) ἡ посредница, примирительница Luc.