σιδηρένδετος
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
English (LSJ)
ον, ironbanded, Edict.Diocl.15.50 (Megalop.).
Greek Monolingual
-ον, Μ
συνδεδεμένος με σίδηρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + ἔνδετος (< ἐνδέω «συνδέω»), πρβλ. ἀργυρένδετος].