Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
-ον, Α
1. ο πεδινός
2. το ουδ. ως ουσ. τo πεδιάσιμον
βιβλίο απογραφής τών αγρών, το πεδιακόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεδίον + κατάλ. -σιμος (πρβλ. θανάσιμος)].