στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
το, Ν ο κρότος από το βάδισμα ή το τρέξιμο πολλών ανθρώπων ή ζώων, ιδίως αλόγων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποδοβολώ + κατάλ. -ητό (πρβλ. ροχαλητό)].