ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν → forgive us our trespasses
ο, θηλ. σκουπιδιάρα, Ναυτός που έχει ως επάγγελμά του το σκούπισμα τών δρόμων και τη συλλογή τών σκουπιδιών, τών απορριμμάτων, οδοκαθαριστής.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκουπίδι + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. μεροκαματιάρης)].