σπαθία
From LSJ
Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
σπᾰθία: ἡ, κτύπημα διὰ σπάθης, «σπαθιά», Achmes Ὀνειροκρ. 119, 249, Βυζ.
η / σπαθία, ΝΜ, και σπαθέα Μ
χτύπημα με σπαθί, καθώς και το τραύμα που δημιουργείται από αυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπαθίον + κατάλ. -έα / -ιά (πρβλ. μαχαιριά)].