στηλύδριον
From LSJ
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
English (LSJ)
τό, Dim. of στήλη, BCH2.323, 35.286 (Delos).
Greek (Liddell-Scott)
στηλύδριον: τό, ὑποκορ. τοῦ στήλη, μικρὰ στήλη, Ἐπιγρ. Δήλου, Bull. d cor. hell. II. σ. 323, 325. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 147.
Greek Monolingual
τὸ, Α
υποκορ. του στήλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στήλη + υποκορ. κατάλ. -ύδριον (πρβλ. λογύδριον)].