ταξιδιάρης
From LSJ
Greek Monolingual
ο, Ν
αυτός που του αρέσουν τα ταξίδια ή αυτός που ταξιδεύει συχνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταξίδι + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. παιχνιδιάρης)].
ο, Ν
αυτός που του αρέσουν τα ταξίδια ή αυτός που ταξιδεύει συχνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταξίδι + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. παιχνιδιάρης)].