παιχνιδιάρης
From LSJ
ἔργον δὲ καλὸν οὔτε θεῖον οὔτ ̓ ἀνθρώπειον χωρὶς ἐμοῦ γίγνεται → there is no fine work of man or god without me
Greek Monolingual
και παιγνιδιάρης, -α και -ισσα, -ικο
1. αυτός που του αρέσει να ασχολείται με παιχνίδια, εύθυμος, χωρατατζής
2. αυτός που του αρέσουν τα ερωτικά παιχνίδια, οι ερωτοτροπίες, ερωτύλος («παιχνιδιάρα γυναίκα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παιχνίδι / παιγνίδι + κατάλ. -άρης (πρβλ. κουρελιάρης)].