υποτυπώδης
δυοῖν κακοῖν προκειμένοιν τὸ μὴ χεῖρον βέλτιστον → the lesser of two evils, the less bad thing of a pair of bad things, better the devil you know, better the devil you know than the devil you don't, better the devil you know than the devil you don't know, better the devil you know than the one you don't, better the devil you know than the one you don't know, the devil that you know is better than the devil that you don't know, the devil we know is better than the devil we don't, the devil we know is better than the devil we don't know, the devil you know is better than the devil you don't
Greek Monolingual
-ες, Ν
1. αυτός που έχει ατελή ανάπτυξη, διάπλαση ή εξέλιξη (α. «υποτυπώδης εργασία» β. «υποτυπώδες σχέδιο»)
2. φρ. «υποτυπώδη [ή ατελειωματικά] όργανα»
βιολ. εκφυλισμένα ή ατελώς ανεπτυγμένα όργανα ή, γενικότερα, σωματικές δομές ενός ζώου ή φυτού χωρίς προφανή λειτουργία.
επίρρ...
υποτυπωδώς Ν
με τρόπο υποτυπώδη, σε αρχικό σχέδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποτυπῶ / -ώνω + κατάλ. -ώδης (πρβλ. πρεπώδης). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Λουκά Παπαϊωάννου].