σκῶψις
From LSJ
Οὐδεὶς μετ' ὀργῆς ἀσφαλῶς βουλεύεται → Consilia sunt intuta, quibus ira adsidet → Im Zorn fasst keiner ungefährdet einen Plan
English (LSJ)
εως, ἡ, (σκώπτω) mockery, scoffing, banter, Alex.156.3.
German (Pape)
[Seite 910] ἡ, Verspottung, Spott, Scherz, Alexis bei Ath. X, 421 b.
Greek (Liddell-Scott)
σκῶψις: ἡ, (σκώπτω) ἐμπαιγμός, περίγελως, χλευασμός, ἀστεϊσμός, Ἄλεξ. ἐν «Ὀδυσσεῖ ὑφαίνοντι» 1.
Greek Monolingual
-ώψεως, ἡ, Α σκώπτω
εμπαιγμός, χλευασμός.
ω