στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
λιγύθρους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που ηχεί δυνατά και καθαρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + -θροος, -θρους (< θροῦς «θόρυβος»), πρβλ. ηδύθρους].
zusammengezogen aus λιγύθροος.