πολιόσφυρος
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει υπόλευκα σφυρά, ασπριδερούς αστραγάλους («ὃς ἵπποισι... ἐμίγνυτο πολιοσφύροις», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «ψαρός, υπόλευκος» + σφυρόν «αστράγαλος» (πρβλ. λευκόσφυρος)].