Φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Fear old age, for it never comes alone
ὀλβιόθυμος, -ον (Α)αυτός που παρέχει χαρά στην ψυχή («ὀλβιόθυμος ζωή», Ορφ. Ύμν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος + θυμός (πρβλ. μεγαλόθυμος)].